- κανταδόρος
- οαυτός που τραγουδάει καντάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. cantador].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανταδόρος — ο θηλ. κανταδόρα και κανταδόρισσα (λ. ιταλ.), αυτός που κάνει καντάδες, τραγουδιστής: Έχει εξελιχτεί σε σπουδαίο κανταδόρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιμοκοντόρος — ο 1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση 2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος») το δίδραχμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης <… … Dictionary of Greek
κατάβρεγμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του καταβρέχω, μούσκεμα: Ο κανταδόρος αυτός θέλει ένα γερό κατάβρεγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)